Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Ο φύλακας στη σίκαλη



    Ήθελα πολύ καιρό να το διαβάσω. Υπάρχει ένα αντίτυπο στη δημοτική βιβλιοθήκη από το 1997 και το έχουν δανειστεί πριν από εμένα 27 άτομα. Είναι γοητευτικό αυτό για ένα βιβλίο. Να είναι μιας κάποιας ηλικίας, να έχει φιλοξενηθεί σε τόσα σπίτια και να έχει φυλλομετρηθεί από τόσα χέρια.


    Ένας έφηβος αφηγείται την περιπέτεια που τον έφερε εκεί που τον βρίσκουμε: σε φάση ψυχανάλυσης. Είναι γόνος μίας ευκατάστατης οικογένειας που ζει στη Νέα Υόρκη. Μετά από μία ακόμα αποβολή από ένα από τα «καλά» σχολεία, περνάει στη μεγαλούπολη μερικά εικοσιτετράωρα ελευθερίας και σχεδιάζει να φύγει, προς μία πιο βουκολική και λιγότερο «κάλπικη» ζωή.  
    Του αρέσει ο χορός, αντιπαθεί το σινεμά και τους ηθοποιούς, αγαπάει τη μικρή του αδερφή, το μικρό Φοιβάκι. Όταν ζορίζεται, συνομιλεί με τον αδερφό του, που έχει πεθάνει, και ενίοτε σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Του αρέσουν τα κορίτσια αλλά πιο πολύ του αρέσει η, αφηρημένη ακόμα, ιδέα του έρωτα. Είναι αφηρημένα ερωτευμένος με ένα κορίτσι που δεν τολμάει ποτέ να πάρει τηλέφωνο. Πίνει ουίσκι με σόδα ή κόκα-κόλα - όταν καταλαβαίνουν οι άλλοι ότι είναι ανήλικος. Του αρέσει το διάβασμα, το γράψιμο. Μισεί τους ανθρώπους όταν φέρονται άδικα ή υποκριτικά, αλλά, τελικά, τους δικαιολογεί όλα τους τα λάθη.

    Έχει την τύχη και την ατυχία να είναι από αυτά τα παιδιά που παρατηρούν προσεκτικά τον κόσμο που τους περιβάλλει. Αναπόφευκτα εντοπίζει τα σκοτεινά σημεία. Αρνείται να ενταχθεί, αλλά, ταυτόχρονα, αδυνατεί και να αντιδράσει. Το ωμό περιβάλλον της πόλης και ο εσωκλεισμός του στα σχολεία «των σημαντικών» είναι οι δικοί του καταλύτες της μοναξιάς. Είναι παράξενο το πώς όλες οι σωστές σκέψεις μπορούν να σε οδηγήσουν σε όλα τα λάθος συναισθήματα, το πώς τα συναισθήματα μπορούν να μετασχηματιστούν σε τάσεις φυγής και το πώς όλα αυτά διαλύονται μόλις εστιάσεις την προσοχή σου σε κάποιον που αγαπάς.

    Η αφήγηση μοιάζει με απομαγνητοφώνηση μιας αλογόκριτης εξομολόγησης που είναι γεμάτη χιούμορ, θυμό, προβληματισμό και πολύ μεγάλη ευαισθησία. Για τον αναγνώστη είναι ένα ταξίδι διασκεδαστικό, με αρκετή αγωνία αλλά και πολλή συγκίνηση…

    Εγώ το διάβασα στη μετάφραση του 1977 από τις εκδόσεις Επίκουρος, με τον κλασσικό τίτλο. Κάποια στιγμή μεταφράστηκε ξανά από την ίδια μεταφράστρια (Τζένη Μαστοράκη) και ο τίτλος έγινε «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» (εκδόσεις Γράμματα). Δεν ξέρω αν η νέα μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου είναι σωστότερη, αλλά είναι λίγο παράξενο, για μένα προσωπικά, στα καλά του καθουμένου, να αλλάζει κάποιος, ή κάτι, όνομα…

Ένα ωραίο απόσπασμα που θύμισε δικές μου σκέψεις:

«Το καλύτερο όμως σε κείνο το μουσείο, ήτανε που όλα μένανε ακριβώς στη θέση τους. Τίποτα δεν κουνιότανε. Κι εκατό χιλιάδες φορές να πήγαινες εκειπέρα, ο Εσκιμώος ίσα ίσα θα ΄χε ψαρέψει εκείνα τα δυο ψάρια, και τα πουλιά θα φεύγανε για το νότο, και τα ελάφια θα ποτιζόντουσαν ακόμα σε κείνο το νερόλακκο, με κέρατα καμαρωτά κι όμορφα λιγνά ποδαράκια, και η Ινδιάνα με το στήθος γυμνό θα ύφαινε ακόμα την ίδια κουβέρτα. Τίποτα δε θα ‘χε αλλάξει. Ο μόνος αλλιώτικος θα ‘σουνα εσύ. Όχι πως θα ‘χες μεγαλώσει τόσο πολύ ή κάτι τέτοιο. Δε θα ‘ταν αυτό ακριβώς. Μόνο που να, θα ‘σουνα αλλιώτικος, αυτό είν’ όλο. Ας πούμε, αυτή τη φορά θα φόραγες πανωφόρι. Ή εκείνο το παιδί που ήτανε ταιράκι σου στη γραμμή την περασμένη φορά, θα ‘χε τώρα οστρακιά και θα ‘σουνα με καινούργιο ταιράκι. Η πάλι θα συνόδευε την τάξη κανένας άλλος, αντί για τη μις Έιγκλετίνγκερ. Ή θα ΄χες ακούσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου ν’ αρπάζονται άγρια στο μπάνιο πρωινιάτικα. ‘Η, στο δρόμο, θα ‘χες προσπεράσει κάτι λακκούβες με νερό και βενζινολαδιές, που κάνανε ουράνια τόξα. Θέλω να πώ, θα ΄σουνα αλλιώτικος με κάποιο τρόπο – καλύτερα δε γίνεται να το εξηγήσω. Μα κι αν ακόμα το μπορούσα, και πάλι δε νομίζω πως θα ‘χα διάθεση.»


J.D.Salinger, «Ο φύλακας στη σίκαλη», εκδόσεις Επίκουρος, Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: